λιθοβολισμοῦ

λιθοβολισμοῦ
λιθοβολισμός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλεύσιμος — καταλεύσιμος, ον (Α) [κατάλευσις] ο άξιος λιθοβολισμού …   Dictionary of Greek

  • λευστήρ — λευστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ο άξιος λιθοβολισμού 2. τύραννος, δυνάστης 3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ (πρβλ. λεύσ ω, μέλλ. τού λεύω) + επίθημα τήρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”